διθυραμβοδιδάσκαλος

διθυραμβοδιδάσκαλος
δῑθῠραμβο-δῐδάσκᾰλος, ,
A dithyrambic poet who trained his own chorus, Ar. Pax829.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διθυραμβοδιδάσκαλος — διθυραμβοδιδάσκαλος, ο (Α) ποιητής και δάσκαλος συγχρόνως τών διθυράμβων …   Dictionary of Greek

  • διθυραμβοδιδασκάλων — δῑθυραμβοδιδασκάλων , διθυραμβοδιδάσκαλος dithyrambic poet who trained his own chorus masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διθυραμβοδιδάσκαλοι — δῑθυραμβοδιδάσκαλοι , διθυραμβοδιδάσκαλος dithyrambic poet who trained his own chorus masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”